κατάβα — (I) κατάβα(ν) και κατέβα, τὸ (Μ) κατέβασμα, κάθοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. τού καταβαίνω]. (II) κατάβα (Α) (ποιητ. τ. β εν. προσ. προστ. αορ. β αντί κατάβηθι) κατέβα … Dictionary of Greek
κατάβα — καταβαίνω go aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβασοῦνται — καταβᾱσοῦνται , καταβαίνω go fut ind mid 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβασῶν — καταβᾱσῶν , καταβαίνω go aor part act fem gen pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβάλαι — καταβά̱λαῑ , καταβάλλω throw down aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβάς — καταβά̱ς , καταβαίνω go aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβάσαι — καταβά̱σαῑ , καταβαίνω go aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβάσωμεν — καταβά̱σωμεν , καταβαίνω go aor subj act 1st pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάβαθι — κατάβᾱθι , καταβαίνω go aor imperat act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβάσῃ — καταβάσηι , κατάβασις way down fem dat sg (epic) καταβά̱σῃ , καταβαίνω go aor part act fem dat sg (attic epic ionic) καταβά̱σῃ , καταβαίνω go aor subj act 3rd sg (doric) καταβά̱σῃ , καταβαίνω go fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)